- δραματουργώ
- (-έω) (Α δραματουργῶ)δραματοποιώαρχ.1. παριστάνω στη σκηνή2. εφευρίσκω, κατασκευάζω3. μηχανεύομαι4. παρουσιάζω δράμα στο θέατρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραματουργώ — δραματούργησα, συγγράφω δράμα, θεατρικό έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραματουργῷ — δρᾱματουργῷ , δραματουργός contriver masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδραματουργώ — έω, Μ [δραματουργῶ] διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα ή παριστάνω δράμα στη σκηνή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
υποδραματουργώ — έω, Α [δραματουργῶ] ὑποτραγωδῶ* … Dictionary of Greek